μακροθυμεῖς

μακροθυμεῖς
μακροθῡμεῖς , μακροθυμέω
to be long-suffering
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακροθυμώ — μακροθύμησα, αμτβ., δεν κρατώ κακία, παραβλέπω τα σφάλματα και τις αδικίες άλλων: Μη μακροθυμείς σε όλους για να μη σε εκμεταλλεύονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”